- μοναστηριακός
- -ή, -ο(Μ μοναστηριακός, -ή, -όν) [μοναστήρι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναστήρια2. μοναστηρήσιος3. φρ. α) «μοναστηριακό συμβούλιο»εκκλ. το συλλογικό σώμα διοίκησης και διαχείρισης τής περιουσίας τής μονής, το οποίο αποτελείται από τον ηγούμενο και δύο συμβούλους μοναχούς και ονομάζεται επίσης ηγουμενοσυμβούλιοβ) «μοναστηριακός κώδιξ»εκκλ. ειδικό βιβλίο στο οποίο κάθε μονή καταγράφει τα ακίνητα κτήματά της αλλά και ο,τιδήποτε σχετίζεται με αυτάγ) «μοναστηριακή περιουσία»εκκλ. το σύνολο τής ακίνητης και τής κινητής περιουσίας τών ιερών μονών και τών μετοχιών τους, η οποία έχει αποκτηθεί με διάφορους σε κάθε εποχή τρόπους και θεωρητικά πρέπει να διοικείται από τα αρμόδια όργανα τής μονής4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μοναστηριακάκτήματα ορισμένης μονής ή και μονών.
Dictionary of Greek. 2013.